- δεδομένον
- δίδωμιAër.perf part mp masc acc sgδίδωμιAër.perf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
JESUS — I. JESUS Hebraeum nomen, quod Latine Servator dicitur. Matth. c. 1. v. 21. Τέξεται δὲ υἱὸν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ΙΗΣΟΥΝ. αὐτὸς γὰρ ΣΩΣΕΙ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶ ἁμαρτιῶν, αὐτῶν. Luc. c. 2. v. 21. Act. c. 4. v. 12. Καὶ ουκ ἔςτιν εν ἀλλῳ… … Hofmann J. Lexicon universale
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek